αχάλαγος
Смотреть что такое "αχάλαγος" в других словарях:
αχάλαστος — και αχάλαγος, η, ο (AM ἀχάλαστος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει δαπανηθεί ή καταναλωθεί 2. (για χρήματα) αυτός που δεν ανταλλάχθηκε με νομίσματα μικρότερης αξίας 3. όποιος δεν… … Dictionary of Greek