αχάλαγος

αχάλαγος
η , ο
1) см. άφθαρτος; 2) непортящийся; 3) крепкий, прочный; 4) см. αχάλαστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αχάλαγος" в других словарях:

  • αχάλαστος — και αχάλαγος, η, ο (AM ἀχάλαστος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει δαπανηθεί ή καταναλωθεί 2. (για χρήματα) αυτός που δεν ανταλλάχθηκε με νομίσματα μικρότερης αξίας 3. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»